λιμονίαστρο — και λειμωνίαστρο, το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πλουμβαγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limoniastrum < limon (< λειμ ών) + astrum (< ἄστρον)] … Dictionary of Greek
λιμόνιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πλουμβαγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limonium < νεολατ. limonium (< λειμώνιο < λειμών)] … Dictionary of Greek
πλουμπαγκίδες — οι, Ν βοτ. άλλη ονομασία τής οικογένειας φυτών πλουμβαγινίδες … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… … Dictionary of Greek